- τήκω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Αμεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ.γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.)μσν.-αρχ.φθείρω, λειώνω, αφανίζω (α. «τηκόμενον τῇ νούσῳ», Ηρόδ.β. «μηδέ τι θυμὸν τῆκε», Ομ. Οδ.γ. «τήκετο καλὰ παρήϊα δακρυχεούσης», Ομ. Οδ.)αρχ.1. (για πτώμα) σαπίζω («κατθανὼν ἐτήκετο», Σοφ.)2. (για τροφή) υφίσταμαι τη διαδικασία τής πέψης, χωνεύομαι («τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῑσα...», Γαλ.)3. (για άνεμο) μεταβάλλω τα νέφη σε βροχή («ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ άνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι», Ηρόδ.)4. (για την κοιλιά) πάσχω από διάρροια («ὥστε τὴν κοιλίαν στύφεσθαι... ἤ τήκεσθαι», Ιπποκρ.)5. (για τα μάτια) λιγώνομαι, αποχαυνώνομαι («βλέμμα τηκόμενον», Πλούτ.)6. φρ. «κρέα τετηκότα» — κρέας πολύ βρασμένο (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τήκω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tā-/tә- «λειώνω», με ουρανικό ένθημα -κ-, και συνδέεται με αρχ. σλαβ. tajo «λειώνω», αρμ. t ' a-nam «μουσκεύω», γαλατ. tawdd «τήξη», λατ. ta-bes «τήξη, σήψη», τα οποία εμφανίζουν διαφορετικά ενθήματα. Η σύνδεση τής λ. με τους τ. τῖλος* και τῖφος* δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.